- μικροεπιχειρηματίας
- οεπιχειρηματίας που κινείται σε περιορισμένο πεδίο οικονομικής δραστηριότητας, ιδιοκτήτης ή εκμεταλλευτής μικρής επιχείρησης.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
φραντσάιζινγκ — το, Ν άκλ. (οικον.) μορφή εμπορικής συνεργασίας βάσει τής οποίας ένας μικροεπιχειρηματίας δικαιούται να χρησιμοποιεί το όνομα, το σήμα ή την τεχνογνωσία μιας μεγάλης επιχείρησης έναντι χρηματικής αποζημίωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. franchising] … Dictionary of Greek